Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Η νύχτα των τραυμάτων


Η νύχτα των τραυμάτων



               Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων. 
Όλα κυλούσανε προβλέψιμα και ανιαρά, μέχρι τη στιγμή που ένας κύριος με καπέλο κόκκινο εμφανίστηκε στο κέντρο της αίθουσας. Κοίταξε προσεκτικά γύρω-γύρω, έκλεισε τα μάτια και έπαιξε τη μουσική του με ένα φύλλο καταπράσινο. Δεν ήταν παρά ένα απλό πράσινο φύλλο στα χέρια και στο στόμα του.
Όλοι μαρμάρωσαν όλοι τον άκουγαν με στόμα ανοιχτό.
Ξαφνικά, ο παράξενος κύριος με το κόκκινο καπέλο πέταξε το φύλλο ψηλά. Τότε, εκείνο το φύλλο, μεταμορφώθηκε σ’ ένα περιστέρι  πάλλευκο. Το περιστέρι είχε επάνω του χιλιάδες νότες. Βγήκε πανέμορφο και αθώο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά ως τα σύννεφα. Όπου πετούσε, έσπερνε νότες μουσικής. Όπου πετούσε, μεγάλοι μικροί βγαίνανε στους δρόμους και χoρεύανε.
Στη νύχτα των πάντων και του τρομερού μακελειού, στη νύχτα με την αιματηρή δίψα, με το τσεκούρι του δάσους και το μαχαίρι του ψωμιού, στη νύχτα τη δική σου και των άλλων, ένα πάλλευκο περιστέρι έσπερνε νότες μουσικής.
Τι ησυχία… τι γαλήνη γεννήθηκε… Κοιμήθηκε με κατάλευκο πάπλωμα από νιφάδες, η νύχτα. Με το φεγγάρι μισοκρυμμένο σε πέπλα ομίχλης. Τα δέντρα γυμνά πλανεμένα από μικρές κρυστάλλινες λεπίδες. Κατάλευκο χιόνι που κράτησε την αθωότητα της γης έστω για λίγο, για τόσο λίγο.
Ο κύριος με το κόκκινο καπέλο ως δια μαγείας χάθηκε από την αίθουσα. Το πάλλευκο περιστέρι, που νότες έσπερνε, έπεσε λαβωμένο αιμόφυρτο πάνω στο χιόνι. Τα σκυλιά άρχισαν ν’ αλυχτούν, οι φωνές των νεκρών σίγησαν, οι εφιάλτες και οι στάχτες των ψυχών γέμισαν τον ουρα­νό και κάλυψαν το χιονισμένο χώμα. Τ’ άνθη του λυσίανθου κάηκαν. Μάτωσαν μάτια και  δάχτυλα. Τα κύτταρα γίνηκαν κοφτερά και σαρκοφάγα. Έτσι απρόσμενα άνοιξαν και πάλι οι πύλες των επτά τιμωριών.
Φθηνέ θνητέ μικρούλικε θνητέ μου,
Λόφοι βαθιά χωμένοι σε σπηλιές… άκουσε… άκουσε… ανάσες κολασμένων ζητούν πίσω ξανά το περιστέρι το πάλλευκο, μάγοι και μάγισσες με σκούπες πετούνε και ψάχνουν. Πετούνε και οι γύπες χαμηλά, προμήνυμα θανατηφόρο μεταφέροντας.        
Νύχτα μαγική σαν φαντασία. Νύχτα εφιαλτική σαν πραγματικότητα. Κοινωνός της σκέψης των χάρτινων ηρώων της. Κοινωνός των παθών των ερώτων και των θανάτων της. Του φωτός και τους ερέβους, του πιο ζωντανού του και πιο νεκρού μας σύθαμπου. Νύχτα που βάφει τα δωμάτιά  μας κατακόκκινα, σαν να τα 'βαψε μ’ αίμα απ’ τ’ όνειρά μας.
Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι βγάζει ο ουροβόρος όφις την φαρμακερή του γλώσσα: παν που περιβάλλει παν ότι παρέχει γένεση, σφυρίζει. Λίγο αργότερα, γεμίζουν οι δρόμοι από κουδουνοφόρους τραγόμορφους και ληστές σαράντα. Γυναίκες φοβισμένες αμπαρώνονται στα σπίτια τους κλείνουνε τα παράθυρα τις πόρτες ασφαλίζουν.

Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων.  

Κι όλα κυλούσαν προβλέψιμα, μέχρι που…



Η νύχτα των τραυμάτων


Η νύχτα των τραυμάτων



               Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων. 
Όλα κυλούσανε προβλέψιμα και ανιαρά, μέχρι τη στιγμή που ένας κύριος με καπέλο κόκκινο εμφανίστηκε στο κέντρο της αίθουσας. Κοίταξε προσεκτικά γύρω-γύρω, έκλεισε τα μάτια και έπαιξε τη μουσική του με ένα φύλλο καταπράσινο. Δεν ήταν παρά ένα απλό πράσινο φύλλο στα χέρια και στο στόμα του.
Όλοι μαρμάρωσαν όλοι τον άκουγαν με στόμα ανοιχτό.
Ξαφνικά, ο παράξενος κύριος με το κόκκινο καπέλο πέταξε το φύλλο ψηλά. Τότε, εκείνο το φύλλο, μεταμορφώθηκε σ’ ένα περιστέρι  πάλλευκο. Το περιστέρι είχε επάνω του χιλιάδες νότες. Βγήκε πανέμορφο και αθώο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά ως τα σύννεφα. Όπου πετούσε, έσπερνε νότες μουσικής. Όπου πετούσε, μεγάλοι μικροί βγαίνανε στους δρόμους και χoρεύανε.
Στη νύχτα των πάντων και του τρομερού μακελειού, στη νύχτα με την αιματηρή δίψα, με το τσεκούρι του δάσους και το μαχαίρι του ψωμιού, στη νύχτα τη δική σου και των άλλων, ένα πάλλευκο περιστέρι έσπερνε νότες μουσικής.
Τι ησυχία… τι γαλήνη γεννήθηκε… Κοιμήθηκε με κατάλευκο πάπλωμα από νιφάδες, η νύχτα. Με το φεγγάρι μισοκρυμμένο σε πέπλα ομίχλης. Τα δέντρα γυμνά πλανεμένα από μικρές κρυστάλλινες λεπίδες. Κατάλευκο χιόνι που κράτησε την αθωότητα της γης έστω για λίγο, για τόσο λίγο.
Ο κύριος με το κόκκινο καπέλο ως δια μαγείας χάθηκε από την αίθουσα. Το πάλλευκο περιστέρι, που νότες έσπερνε, έπεσε λαβωμένο αιμόφυρτο πάνω στο χιόνι. Τα σκυλιά άρχισαν ν’ αλυχτούν, οι φωνές των νεκρών σίγησαν, οι εφιάλτες και οι στάχτες των ψυχών γέμισαν τον ουρα­νό και κάλυψαν το χιονισμένο χώμα. Τ’ άνθη του λυσίανθου κάηκαν. Μάτωσαν μάτια και  δάχτυλα. Τα κύτταρα γίνηκαν κοφτερά και σαρκοφάγα. Έτσι απρόσμενα άνοιξαν και πάλι οι πύλες των επτά τιμωριών.
Φθηνέ θνητέ μικρούλικε θνητέ μου,
Λόφοι βαθιά χωμένοι σε σπηλιές… άκουσε… άκουσε… ανάσες κολασμένων ζητούν πίσω ξανά το περιστέρι το πάλλευκο, μάγοι και μάγισσες με σκούπες πετούνε και ψάχνουν. Πετούνε και οι γύπες χαμηλά, προμήνυμα θανατηφόρο μεταφέροντας.        
Νύχτα μαγική σαν φαντασία. Νύχτα εφιαλτική σαν πραγματικότητα. Κοινωνός της σκέψης των χάρτινων ηρώων της. Κοινωνός των παθών των ερώτων και των θανάτων της. Του φωτός και τους ερέβους, του πιο ζωντανού του και πιο νεκρού μας σύθαμπου. Νύχτα που βάφει τα δωμάτιά  μας κατακόκκινα, σαν να τα 'βαψε μ’ αίμα απ’ τ’ όνειρά μας.
Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι βγάζει ο ουροβόρος όφις την φαρμακερή του γλώσσα: παν που περιβάλλει παν ότι παρέχει γένεση, σφυρίζει. Λίγο αργότερα, γεμίζουν οι δρόμοι από κουδουνοφόρους τραγόμορφους και ληστές σαράντα. Γυναίκες φοβισμένες αμπαρώνονται στα σπίτια τους κλείνουνε τα παράθυρα τις πόρτες ασφαλίζουν.

Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων.  

Κι όλα κυλούσαν προβλέψιμα, μέχρι που…



Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Συγνώμη που σε πλήγωσα συγνώμη ...


Συγνώμη που σε πλήγωσα συγνώμη ...


Στίχοι: Γιώργος Θεοφάνους
Μουσική: Γιώργος Θεοφάνους
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Ρέμος


Πέρασα από το σπίτι χθες
είδα ανοιχτά τα φώτα
για μια στιγμή φοβήθηκα
όμως στο τέλος στήθηκα
για λίγο έξω απ΄την πόρτα

Είδα στο τζάμι δυο σκιές
και λέω τα΄χω χαμένα
λες κι ήμουν μέσα εκεί ξανά
και σου΄λεγα λόγια γλυκά
λόγια αγαπημένα

Τι άλλο να σου πω για να σε πείσω
πως θέλω να ξαναγυρίσω πίσω
τί να σου πώ για να σου αλλάξω γνώμη
συγνώμη συγνώμη συγνώμη
φταίω για όλα εγώ συγνώμη

Πέρασα από το σπίτι χθες
και όπως σε κοιτούσα
μου φάνηκε πως τρόμαξες
τ΄ όνομά μου φώναξες
κι εγώ σου απαντούσα

Μα ξαφνικά εσύ χάθηκες
φώτα σβηστά ησυχία
κομμένο το τηλέφωνο
και στο θυροτηλέφωνο
σβησμένα τα στοιχεία

Τι άλλο να σου πω για να σε πείσω
πως θέλω να ξαναγυρίσω πίσω
τί να σου πώ για να σου αλλάξω γνώμη
συγνώμη συγνώμη συγνώμη
φταίω για όλα εγώ συγνώμη
συγνώμη συγνώμη συγνώμη
φταίω για όλα εγώ συγνώμη

ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΣΑ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ

Κάθε μου σκέψη δικιά σου ...


Κάθε μου σκέψη δικιά σου ...


Στίχοι: Τάκης Δαμάσχης
Μουσική: Τάκης Δαμάσχης
Πρώτη εκτέλεση: C:Real

Μεσ΄τα μάτια μου κλείνω όσα θυμάμαι
και δεν αφήνω τη δική σου εικόνα
να ξεθωριάσει μέσα στο φως

Κάθε μου σκέψη κάθε ανάσα φωτιά
φοράει τη δική σου ματιά
είσαι κάθε μου σκέψη κάθε ταξίδι κρυφό
μα ξέρω δεν είναι αρκετό να σ΄αγαπώ

Κάπου χάθηκε η αγάπη
μεσ΄της ψυχής μου το μονοπάτι
κι η καρδιά μου να ξέρεις
πάλι στα μαύρα έχει ντυθεί

Κάθε μου σκέψη κάθε ανάσα φωτιά
φοράει τη δική σου ματιά
είσαι κάθε μου σκέψη κάθε ταξίδι κρυφό
μα ξέρω δεν είναι αρκετό να σ΄αγαπώ

Μεσ΄τη σιωπή κάθε μικρή μας στιγμή
ψάχνει να σε βρει πες μου γιατί...

Aγαπώ ... ΕΣΕΝΑ


Aγαπώ ... ΕΣΕΝΑ

Στίχοι: Ποσειδώνας Γιαννόπουλος
Μουσική: Red One & Andrea Martin
Πρώτη εκτέλεση: Τάμτα Γκοντουάτζε

Χορός στις παραλίες
πανικός κόσμος στις πλατείες
ρυθμός πάρτι κι αλητείες
κάτω απ΄τη λάμψη του φεγγαριού
Κι εγώ στη μοναξιά μου
τι να βρω για παρηγοριά μου
να ζω ξέχασα καρδιά μου
με τη μαγεία ενός φιλιού
Πολλά ονειρευόμουν
αλλά δεν ερωτευόμουν
ώσπου φάνηκες μπροστά μου
και απογειώθηκα

Αγαπώ τα πάντα σε σένα
μυστικά καλά φυλαγμένα
που τα φανερώνεις σε μένα
και τα΄χω χαμένα
Αγαπώ και έχω αλλάξει
ο Θεός μου είχε φυλάξει
απ΄τα θαύματα που ΄χε φτιάξει
το ένα για μένα

Γλυκά πιάνεις το κορμί μου
τρυφερά παίρνεις το φιλί μου
χαρά φέρνεις στη ψυχή μου
κι αισθάνομαι τόσο τυχερή
Μαζί τώρα προχωράμε
μου αρκεί που χαμογελάμε
γιατί χώρια σου φοβάμαι
μη ξαναβρώ την παλιά ζωή
Πολλά ονειρευόμουν
αλλά δεν ερωτευόμουν
ώσπου φάνηκες μπροστά μου
και απογειώθηκα

Αγαπώ τα πάντα σε σένα
μυστικά καλά φυλαγμένα
που τα φανερώνεις σε μένα
και τα΄χω χαμένα
Αγαπώ και έχω αλλάξει
ο Θεός μου είχε φυλάξει
απ΄τα θαύματα που ΄χε φτιάξει
το ένα για μένα

Καλοκαίρι φθινόπωρο χειμώνα
με ήλιο ή με χιόνια θ΄αντέξουμε για χρόνια
Καλοκαίρι φθινόπωρο χειμώνα
θα είμαστε μαζί θα ζει η αγάπη αυτή

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Evaggelos Fotopoulos ποιηση


Να γλιστρούσες στο σκοτάδι,
να πετούσες σαν αερικό...
Θα πεθάνω αυτό το βράδυ,
θα πεθάνω αν δε σε δω.

Με γλυκό κρασί θα γίνω
αργοναύτης να 'ρθω να σε βρω.
Να σε ανταμώσω λίγο
στης ψυχής μου το βυθό.

Δεν μπορώ,ο χειμώνας με πληγώνει,
άλλο πια δεν μπορώ...
Δεν μπορώ,την αυλή μου καίει το χιόνι,
άλλο πια δεν μπορώ...

Είσαι τ'άγγιγμα του ανέμου
που μου ξαφνιάζει το κορμί.
Δε σε χόρτασα ποτέ μου,
όλα ήταν μια στιγμή.

Να γλιστρούσες στο σκοτάδι,
να πετούσες σαν αερικό...
Θα πεθάνω αυτό το βράδυ,
θα πεθάνω αν δε σε δω.
Να γλιστρούσες στο σκοτάδι,
να πετούσες σαν αερικό...
Θα πεθάνω αυτό το βράδυ,
θα πεθάνω αν δε σε δω.

Με γλυκό κρασί θα γίνω
αργοναύτης να 'ρθω να σε βρω.
Να σε ανταμώσω λίγο
στης ψυχής μου το βυθό.

Δεν μπορώ,ο χειμώνας με πληγώνει,
άλλο πια δεν μπορώ...
Δεν μπορώ,την αυλή μου καίει το χιόνι,
άλλο πια δεν μπορώ...

Είσαι τ'άγγιγμα του ανέμου
που μου ξαφνιάζει το κορμί.
Δε σε χόρτασα ποτέ μου,
όλα ήταν μια στιγμή.

Να γλιστρούσες στο σκοτάδι,
να πετούσες σαν αερικό...
Θα πεθάνω αυτό το βράδυ,
θα πεθάνω αν δε σε δω.
· 

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Σκιρτημα


Σκιρτημα

ξανά και πάλι σκίρτημα  ερωτικό
στο άγγιγμα
ρόδο ανοιχτό 
αχ εσύ ζωή ξανά 
μίσχος  και ανθός  
εξαρτημένα 
σκίρτημα ερωτικό
ερωτική αποπλάνηση
μάτια λάγνα γεμάτα ηδονή
αχ εσύ ζωή
νεράιδα η ψυχή πετά
στο παραμυθένιο δάσος 
αχ εσύ ζωή  
πόσο  γλυκιά όταν 
αναβλύζεις ξανά ...... 


ΑΝΟΙΧΤΗΚΑ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ


ΑΝΟΙΧΤΗΚΑ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ




Ανοίχτηκα στον έρωτα
με βράδια αξημέρωτα
αχ κι ήρθε το μαύρο χάλι μου
μπατίρισα ολοσχερώς
σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου.


Γυναίκες κι ασωτίες
ξενύχτια και ποτά
και μαύρες αμαρτίες
μ' έφαγαν τα λεφτά
τώρα όλες με βλέπουμε
σαν άδειο κουμπαρά.

Είχα την ησυχία μου
και τη σωστή κυρία μου
αχ κι ήθελα περιπέτειες
τώρα που' μεινα μόνος μου
με φτύνουν κι οι υπηρέτριες.