Η νύχτα των τραυμάτων
Όλα κυλούσανε προβλέψιμα και ανιαρά, μέχρι τη στιγμή που ένας κύριος με καπέλο κόκκινο εμφανίστηκε στο κέντρο της αίθουσας. Κοίταξε προσεκτικά γύρω-γύρω, έκλεισε τα μάτια και έπαιξε τη μουσική του με ένα φύλλο καταπράσινο. Δεν ήταν παρά ένα απλό πράσινο φύλλο στα χέρια και στο στόμα του.
Όλοι μαρμάρωσαν όλοι τον άκουγαν με στόμα ανοιχτό.
Ξαφνικά, ο παράξενος κύριος με το κόκκινο καπέλο πέταξε το φύλλο ψηλά. Τότε, εκείνο το φύλλο, μεταμορφώθηκε σ’ ένα περιστέρι πάλλευκο. Το περιστέρι είχε επάνω του χιλιάδες
νότες. Βγήκε πανέμορφο και αθώο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά ως τα σύννεφα. Όπου πετούσε, έσπερνε νότες μουσικής. Όπου πετούσε, μεγάλοι μικροί βγαίνανε στους δρόμους και χoρεύανε.

Στη νύχτα των πάντων και του τρομερού μακελειού, στη νύχτα με την αιματηρή δίψα, με το τσεκούρι του δάσους και το μαχαίρι του ψωμιού, στη νύχτα τη δική σου και των άλλων, ένα πάλλευκο περιστέρι έσπερνε νότες μουσικής.
Τι ησυχία… τι γαλήνη γεννήθηκε… Κοιμήθηκε με κατάλευκο πάπλωμα από νιφάδες, η νύχτα. Με το φεγγάρι μισοκρυμμένο σε πέπλα ομίχλης. Τα δέντρα γυμνά πλανεμένα από μικρές κρυστάλλινες λεπίδες. Κατάλευκο χιόνι που κράτησε την αθωότητα της γης έστω για λίγο, για τόσο λίγο.
Ο κύριος με το κόκκινο καπέλο ως δια μαγείας χάθηκε από την αίθουσα. Το πάλλευκο περιστέρι, που νότες έσπερνε, έπεσε λαβωμένο αιμόφυρτο πάνω στο χιόνι. Τα σκυλιά άρχισαν ν’ αλυχτούν, οι φωνές των νεκρών σίγησαν, οι εφιάλτες και οι στάχτες των ψυχών γέμισαν τον ουρανό και κάλυψαν το χιονισμένο χώμα. Τ’ άνθη του λυσίανθου κάηκαν. Μάτωσαν μάτια και δάχτυλα. Τα κύτταρα γίνηκαν κοφτερά και σαρκοφάγα. Έτσι απρόσμενα άνοιξαν και πάλι οι πύλες των επτά τιμωριών.
Φθηνέ θνητέ μικρούλικε θνητέ μου,
Λόφοι βαθιά χωμένοι σε σπηλιές… άκουσε… άκουσε… ανάσες κολασμένων ζητούν πίσω ξανά το περιστέρι το πάλλευκο, μάγοι και μάγισσες με σκούπες πετούνε και ψάχνουν. Πετούνε και οι γύπες χαμηλά, προμήνυμα θανατηφόρο μεταφέροντας.
Νύχτα μαγική σαν φαντασία. Νύχτα εφιαλτική σαν πραγματικότητα. Κοινωνός της σκέψης των χάρτινων ηρώων της. Κοινωνός των παθών των ερώτων και των θανάτων της. Του φωτός και τους ερέβους, του πιο ζωντανού του και πιο νεκρού μας σύθαμπου. Νύχτα που βάφει τα δωμάτιά μας κατακόκκινα, σαν να τα 'βαψε μ’ αίμα απ’ τ’ όνειρά μας.
Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι βγάζει ο ουροβόρος όφις την φαρμακερή του γλώσσα: παν που περιβάλλει παν ότι παρέχει γένεση, σφυρίζει. Λίγο αργότερα, γεμίζουν οι δρόμοι από κουδουνοφόρους τραγόμορφους και ληστές σαράντα. Γυναίκες φοβισμένες αμπαρώνονται στα σπίτια τους κλείνουνε τα παράθυρα τις πόρτες ασφαλίζουν.
Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων.
Κι όλα κυλούσαν προβλέψιμα, μέχρι που…
Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων.
Κι όλα κυλούσαν προβλέψιμα, μέχρι που…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου